- εναρμονιστής
- οθηλ. -ίστρια αυτός που εναρμονίζει, που προσαρμόζει αρμονική συνοδεία σε μελωδικό θέμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εναρμονιστής — ο μουσ. 1. αυτός που γνωρίζει τους κανόνες τής αρμονίας και προσαρμόζει σ ένα μελωδικό θέμα την κατάλληλη μουσική αρμονία 2. αυτός που προσαρμόζει σε αρμονικό σύνολο 3. ο άνθρωπος που εναρμονίζει τις διάφορες συστοιχίες τών εκκλησιαστικών… … Dictionary of Greek